- ἐπιμήνια
- ἐπιμήνιοςmonthlyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἀπιμήνια — ἐπιμήνια , ἐπιμήνιος monthly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμήνιος — α, ο (AM ἐπιμήνιος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει περιοδικά, κάθε μήνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπιμήνια η εμμηνορρυσία αρχ. 1. αυτός που κατέχει ένα αξίωμα για έναν μήνα 2. (για ζωοτροφές) αυτός που φθάνει για έναν μήνα 3. (το αρσ.… … Dictionary of Greek
PARASITI — apud Athenienses iidem, qui apud Romanos Epulones fuêre Nam τὸ τοῦ παρασίτου ὅνομα, Athenaeus l. 6. πάλας̔ ἦν σεμνὸν καὶ ἱερὸν, Nomen Parasiti olim venerabile erat et Sacrum, Habebant autem quilibet populi seu Δῆμοι Reip. Atheniensis suos… … Hofmann J. Lexicon universale
μελιτόεις — μελιτόεις, εσσα, εν (ΑM, Α και αρσ. αττ. συνηρ. τ. μελιτοῡς, Α και θηλ. αττ. συνηρ. τ. μελιττοῡττα) γλυκός σαν το μέλι, τερπνός, ευχάριστος («μελιτόεσσαν εὐδίαν», Πίνδ.) αρχ. 1. (για γλυκίσματα) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι, αυτός που … Dictionary of Greek